- ενεχυρούχος
- ο, ηαυτός που κρατεί κάτι ως ενέχυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + -ουχοι < έχω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντίχρηση — (γαλλ. antichrèse, ιταλ. anticresi).Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. ήταν η συμφωνία κατά την οποία ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής έπαιρνε αντί των τόκων τους καρπούς του πράγματος· ο θεσμός επέζησε σε διάφορα νεότερα δίκαια (Γαλλία,… … Dictionary of Greek